κωλιά

κωλιά
η
1) см. κώλος 1; 2) удар, толчок задницей; 3) удар по заду

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κωλιά" в других словарях:

  • κωλιά — η [κώλος] 1. χτύπημα τής παλάμης στους γλουτούς 2. χτύπημα ή ώθηση με τα οπίσθια («έδωσε μια κωλιά κι έκλεισε την πόρτα») …   Dictionary of Greek

  • κωλή — κωλῆ, και ασυναίρ. τ. κωλέα, και διαλ. τ. κωλία, ἡ (Α) [κώλον] 1. οστό μηρού μαζί με τη σάρκα, μπούτι, κυρίως χοίρου, χοιρομέρι («οἴμοι δὲ κωλῆς ἥν ἐγὼ κατήσθιον», Αριστοφ.) 2. το μερίδιο ιέρειας σε θυσία 3. το ανδρικό μόριο 4. (κατά τον Ησύχ.)… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»